- τραπεζώνω
- μετ. угощать обедом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραπεζώνω — τραπεζώνω, τραπέζωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: τραπεζώνω : λιγότερο εύχρηστη η παθητική φωνή (τραπεζώνομαι, βλ. πίν. 4 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τραπεζώνω — τραπέζωσα, τραπεζώθηκα, τραπεζωμένος, παραθέτω γεύμα σε κάποιον, του κάνω τραπέζι: Τον τραπεζώνω κάθε τόσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραπεζώνω — τραπεζῶ, όω, ΝΑ [τράπεζα] νεοελλ. (συν. χλευαστ.) παραθέτω γεύμα, κάνω τραπέζι αρχ. 1. (αμτβ.) (για θεό) λαμβάνω προσφορές 2. παθ. τραπεζοῡμαι όομαι τοποθετούμαι πάνω σε τραπέζι … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
τραπεζώ — (I) οῦς, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στην Αθήνα) ιέρεια τής Παλλάδος, τραπεζοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τής λ. τραπεζοφόρος σχηματισμένος από τη λ. τράπεζα με κατάλ. ώ]. (II) όω, Α βλ. τραπεζώνω … Dictionary of Greek